- θριδακίας
- θρῐδᾰκ-ίας, ου, ὁ,= μανδραγόρας θῆλυς, Dsc.4.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριδακίας — θριδακίας, ὁ (Α) [θρίδαξ] θηλυκός μανδραγόρας … Dictionary of Greek
θριδακίας — θριδακίᾱς , θριδακίας masc acc pl θριδακίᾱς , θριδακίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακίαν — θριδακίᾱν , θριδακίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) θριδακίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek
θριδακίου — θριδάκιον neut gen sg θριδακίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)